- εὐρυχωρίῃ
- εὐρυχωρίαopen spacefem dat sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εὐρυχωρίη — εὐρυχωρία open space fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευρυχωρία — η (ΑΜ εὐρυχωρία, Α και ιων. τ. εὐρυχωρίη) [ευρύχωρος] ευρύς χώρος, εκτεταμένος χώρος, απλωσιά αρχ. 1. ο κενός χώρος στο εξαρθρωμένο μέλος 2. (για εκτεταμένο πεδίο) το κατάλληλο για μάχη 3. (για τη θάλασσα) ανοιχτό και εκτεταμένο μέρος 4. ελεύθερο … Dictionary of Greek